- χρυσάντινος
- -ίνη, -ον, Αχρυσόχρωμος, χρυσαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ., αντί του ορθού χρυσάνθινος < χρυσ(ο)-* + ἄνθινος (< ἄνθος), πιθ. κατ' επίδραση τού δάνειου στην Λατινική τ. chrissantinum «είδος φυτού, φλόμος»].
Dictionary of Greek. 2013.